

Η αλεπού και ο κόρακας

Ένας από τους μύθους του Αισώπου.https://www.paixnidokouto.gr/2010/07/paramythi-h-alepou-kai-o-korakas.html
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας κόρακας. Μια μέρα ο κόρακας βρήκε ένα κομμάτι τυρί, το άρπαξε και κάθισε στο κλαδί μιας ελιάς να το φάει με την ησυχία του.
Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάει κάτω από το δέντρο μια πονηρή και πεινασμένη αλεπού. Μόλις είδε το τυρί στο στόμα του κόρακα άρχισαν να της τρέχουν τα σάλια. Και αφού δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει στο δέντρο για να κλέψει το τυρί από το στόμα του κόρακα, άρχισε να σκέφτεται με ποια πονηριά θα ξεγελάσει τον κόρακα για να του πάρει το τυρί.
Η αλεπού συνέχισε να λέει:- Με τόση ομορφιά και εξυπνάδα που έχεις θα έπρεπε να είσαι ο βασιλιάς όλων των πουλιών. Αχ, πόσο θα ήθελα να ακούσω την φωνή σου! Είμαι σίγουρη ότι θα είναι πιο γλυκιά και από του αηδονιού!
Ο κόρακας με όλα αυτά που άκουγε πήρε μεγάλη χαρά και μια και δυο ανοίγει το ράμφος του να τραγουδήσει:
- Κρα, κρα, κρα...
Αφού σκέφτηκε καλά-καλά, είπε:
- Ω, κόρακα τι όμορφο πουλί που είσαι! Το φτέρωμά σου είναι κατάμαυρο και λάμπει, τα πόδια σου είναι λεπτά και όμορφα και τα νύχια σου μοιάζουν με μαργαριτάρια. Τα μάτια σου είναι τα πιο όμορφα και τα πιο έξυπνα και το ράμφος σου θα το ζήλευαν όλα τα πουλιά!
Ο κόρακας, που ήταν κουτός, μόλις τα άκουσε αυτά άρχισε να καμαρώνει πάνω στο κλαδί όλος περηφάνια και χαρά.
Μόλις όμως άνοιξε το ράμφος του, το τυρί έπεσε κάτω και η πονηρή αλεπού άνοιξε το στόμα της και το έκανε μια χαψιά! Γύρισε τότε και είπε στον κόρακα:
- Κουτέ κόρακα σταμάτα πια με την αγριοφωνάρα σου. Αν είχες μυαλό τώρα θα ήσουν εσύ χορτάτος και εγώ νηστική, αλλά εγώ σε κορόιδεψα και σου έφαγα το τυρί. Γειά σου τώρα και άλλη φορά να προσέχεις περισσότερο αυτούς που σε κολακεύουν γιατί μπορεί να σε ξανακοροϊδέψουν!
Πολύ καλή δουλειά αλλά σε άλλη γλώσσα! Χρησιμοποιούμε την αυτόματη μετάφραση!
Κλικ στις εικόνες!
Διαδραστικοί πίνακες: μιλάμε για το αγρόκτημα
Κάντε κλικ στους συνδέσμους για μια ποικιλία από ενημερωτικό βίντεο, τραγούδια και παιχνίδια γύρω από το αγρόκτημα. Μετακινηθείτε προς τα πάνω από την πλάκα για να κάνετε κλικ στις συνδέσεις.
Μια Αγελάδα και μια Γάτα στον Ωκεανό
ΜΙΑ ΑΓΕΛΑΔΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΑΤΑ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ, ΠΑΙΔΙΚΑ
A COW, A CAT AND THE ΟCEAN Α ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ Kάθε επεισόδιο θα είναι Διαθέσιμο για 7 ημέρες. Παιδική περιπέτεια κινούμενων σχεδίων (2D Animation) που θα ολοκληρωθεί σε 52 επεισόδια. Μία αγελάδα και μία γάτα αποφασίζουν να το σκάσουν από τη φάρμα στην οποία ζουν για ν' ανακαλύψουν το θρυλικό «Νησί των Ζώων» και να [...]
Διδακτική ιστορία: Μια αγελάδα μια φορά...
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας σοφός δάσκαλος ήθελε να διδάξει σε έναν μαθητή του τα μυστικά της ευτυχισμένης και επιτυχημένης ζωής. Γνωρίζοντας τα πολλά περιττά εμποδία και τις δυσκολίες που οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν στην αναζήτηση της ευτυχίας, σκέφτηκε ότι στο πρώτο μάθημα θα έπρεπε να του εξηγήσει γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι ζουν μέτριες και συνηθισμένες ζωές. ...
Το σκάψιμο της γης με το αλέτρι. Μια πανάρχαια διαδικασία, που προκάλεσε την πρώτη πολιτισμική επανάσταση της ανθρωπότητας, αφού επέτρεψε στον άνθρωπο να καλλιεργήσει τη γη, να μεταβληθεί από τροφοσυλλέκτης σε μόνιμο κάτοικο και να δημιουργήσει τις πρώτες πόλεις.
Τα ζώα στις εικαστικές τέχνες
Βραχογραφία από το σπήλαιο της Λασκώ στη Γαλλία
Άλλωστε η ιστορία της ζωγραφικής ξεκινά με τις βραχογραφίες-τοιχογραφίες από σκηνές κυνηγιού στα σπήλαια της Αλταμίρας στην Ισπανία και της Λασκώ στη Γαλλία όπου απεικονίζονται άλογα, βόδια, βίσωνες, ελάφια κτλ, στην παλαιολιθική μόλις εποχή. Αυτές οι πρώτες καλλιτεχνικές εκφράσεις είχαν απώτερο σκοπό να εξευμενίσουν οι προϊστορικοί άνθρωποι τη φύση και να εξασφαλίσουν το κυνήγι, αποδίδοντας έτσι στη ζωγραφιά μαγικό ρόλο. Στη νεολιθική εποχή προσθέτουν και θαλασσινά πουλιά.

Τοιχογραφίες που απεικονίζουν δελφίνια και τα ταυροκαθάψια από τα ανάκτορα τις Κνωσού.
Στον ελλαδικό χώρο και πολιτισμό έχουμε αμέτρητα δείγματα τέχνης με ζώα. Στα αγγεία της αρχαϊκής περιόδου, αλλά και γενικά στην ελληνική αγγειογραφία ζώα παριστάνονται σε σκηνές κυνηγιού ή τελετών. Στη μινωική Κρήτη και ειδικά στην Κνωσό, λατρεύονταν ο ταύρος, ζώο δυνατό σαν το μινωικό πολιτισμό. Το «μέγαρο της βασίλισσας» στα ανάκτορα της Κνωσού είναι διακοσμημένο με τη γνωστή νωπογραφία των δελφινιών. Απεικονίσεις ταύρων έχουμε κα σε έργα με αφορμή τα ταυροκαθάψια- πρόγονοι των σημερινών ταυρομαχιών- που γιορτάζονταν στην Κρήτη και στη Θεσσαλία προς τιμή του θεού Ποσειδώνα.
Δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε, βέβαια, τον αθηναϊκό Παρθενώνα, του οποίου τις ανάγλυφες μετώπες, αετώματα και ζωφόρο διακοσμούν πομπές αλόγων-σύμβολα της δύναμης της Αθήνας και των θεών, αλλά και βόδια.

Ταυρομαχία,Φρανσίσκο Ντε Γκόγια
Ο γεωπόνος, η γαϊδούρα και το βόδι

Ένας γεωπόνος είχε ένα μικρό χωράφι και μια μέρα θέλοντας να τελειώνει πιο γρήγορα, μαζί με το βόδι έζεψε και τη γαϊδούρα του για να το οργώσουν. Ζορίστηκαν τα ζώα, περισσότερο από άλλες φορές, αν και για την γαϊδούρα ήταν η πρώτη της. Αφού τελείωσαν, γύρισε και είπε στο βόδι.
Τώρα ποιος θα κουβαλήσει τα σύνεργα του γεωπόνου πίσω στο σπίτι;
Και το βόδι της απάντησε...
Αυτός που τα κουβαλάει πάντα...δηλαδή εσύ!




Ένα βράδυ, εκεί που κάθονταν στο στάβλο, έπιασαν κουβέντα. Λέει ο γάιδαρος στο βόδι:
«Βόδι, άκουσε εμένα που σου μιλώ. Εγώ είμαι δάσκαλος, ξέρω πολλά. Αύριο που θά 'ρθει το αφεντικό να σε πάρει για ζευγάρι, να του κάνεις το ζαβλακωμένο, το άρρωστο. Μη φας 'πόψε το φαΐ σου, για να σ' έβρει αποκαμωμένο ο γεωργός και να μη σε πάρει στη δουλειά». Το βόδι, που δεν είναι καθόλου έξυπνο, γι' αυτό το λένε και «βόδι» και πιστεύει εύκολα ό,τι του λένε, άκουσε το γάιδαρο. Ήκατσε σ' ένα καντούνι κι 'κανένε το άρρωστο. Έκλεισε τα μάτια του, κατέβασε την κεφάλα του και δε μιλούσε.
Την άλλη μέρα, μπαίνει μέσα η γυναίκα του γεωργού. (Τους γεωργούς τους λέμε εμείς ξωτάρηδες. Τα παλιά χρόνια, οι γεωργοί εδώ στη Λέρο δεν όργωναν μόνο, έκαναν και άλλες δουλειές.) Βλέπει το βόδι σε κακό χάλι. Φεύγει τρομαγμένη και πάει μέσα στο σπίτι.
«Φουρτούνα μας βρήκε σήμερα. Το ζωντανό μας δεν είναι στα καλά του. Το βλέπω ζαβλακωμένο σαν άρρωστο στο καντούνι του και δε θα μπορέσεις να το πάρεις στη δουλειά!».
Στενοχωρέθηνε ο κακομοίρης ο αγωγιάτης, ίντα θα κάνει; Πάει, ρωτάει τη γυναίκα του:
«Τι 'α κάμουμένε, γυναίκα; Α βάλουμένε, στη θέση του, το γάδαρο! Να ζευγαρίσουμε σήμερα με το γάδαρο και θα δούμε, ώσπου να γίνει καλά το βόδι μας!».
Πάει λοιπόν ο αγωγιάτης, παίρνει το γάδαρο, τον πάει στο χωράφι, τον ζώνει στ' αλέτρι και ξεκινάει το ζευγάρι. Νάσου 'πόδω ο γάδαρος, νάσου 'πό κει, ξεθεώθηνε.
Περνούσε η ώρα, πού να σταματήσει το ζευγάρι! Ο γεωργός είχε πολλή δουλειά. Κάποτε, πέρασε η ώρα, τελείωσε η δουλειά, μόλις ήφτασεν ο ήλιος να δύσει.
«Ε, καλά είναι για σήμερι λέει ο αγωγιάτης. Ας πααίνουμεν τώρα και αύριο πάλι με το καλό.» Παίρνει το γάιδαρο, καθίζει πάνω, τραβάει και το αλέτρι και φτάσανε στο στάβλο. Σ' όλο το δρόμο ο γάιδαρος το φυσούσε και δεν κρύωνε το πάθημά του. «Αχου, ίντα ήπαθα! Τι ήταν αυτό που έπαθα! Τι βλακεία ήταν αυτή;»
Μπήκε στο στάβλο αλλά πού να μιλήσει, για να μην πονηρέψει το βόδι. Έκατσε σε μια μεριά λυπημένο κι ήστυβε το μυαλό του: «Τι θα κάνω, πώς θα τη σκαπουλάρω αύριο;» Μετά από κάμποση ώρα, του ήρθε μια ιδέα. Σηκώνεται πάει κοντά στο βόδι και του λέει: «Φίλε μου, εγώ που σ' αγαπώ, 'κούσε με ίντα θα σου ξαναπώ. Αύριο δεν τη βλέπω καλά τη μέρα. Ήκουσα το γεωργό πού 'πε ότι, άμα είσαι έτσι κι αύριο θα σε σφάξει γιατί φοβάται μην του ψοφήσεις και θα πάθει μεγάλη ζημιά μετά. Λοιπόν, το καλό που σου θέλω, κάτσε φάε καλά καλά απόψε να καρδαμώσεις, να σ' έβρει στα συγκαλά σου αύριο ο γεωργός, γιατί δε σε βλέπω καλά!
Το βόδι, ό,τι τού 'πε πάλι ο γάιδαρος έκαμε. Ήκουσε κι ότι, αν δεν είναι καλά αύριο, θα το σφάξει κι εντεροκόπηνε1! Σηκώνεται και πέφτει με τα μούτρα στο φαΐ. «Φάε και να φας», ηθέριεψε! Κοιμήθηνε του καλού καιρού και την άλλη μέρα μπαίνει μέσα η γυναίκα του αγωγιάτη κι ήτανε της χαράς. «Αχ!», λέει, «Σήμερα είσαι της χαράς! Πάω να τα πω στον άντρα μου». Πάει μέσα: «Άντρα μου, άντρα μου εντάξει το βόδι μας, ηκαρδάμωσε2! Σήμερα είναι της χαράς, γιατρέφτηνε! Μπορούμε να το πάμε στη δουλειά!». Το παίρνει τότε αυτός και φεύγουνε.
Ο γάιδαρος τότε ευχαριστημένος, τους ήβλεπε που φεύγανε κι ήλεε: «Αχ, πάλι καλά! Ευτυχώς που μέ 'κουσεν το βόδι και άλλη φορά να προσέξω, να μη χώνω τη μούρη μου εκεί που δε με σπέρνουν!».
«Όπου δε σε σπέρνουνε, να μη 'νεμάς3», έλεγε η γιαγιά μου.
- εντεροκόπηνε = τρόμαξε
- ηκαρδάμωσε = δυνάμωσε
- ανεμάς = φυτρώνεις ΠΗΓΗ: Παραδοσιακό παραμύθι της Λέρου

Κίτρινη αγελάδα, Φραντς Μαρκ
Το άλογο, το βόδι, ο σκύλος και ο άνθρωπος
Το άλογο, το βόδι, ο σκύλος και ο άνθρωπος
Αφού έφτιαξε όλα τα ζώα, ο Δίας έφτιαξε και τον άνθρωπο. Σ' αυτόν έδωσε και κάτι, που δεν είχε δώσει στα άλλα ζώα. Του έδωσε το λογικό.
- Και πόσα χρόνια ορίζεις να ζω; Ρώτησε ο άνθρωπος.
- Σαράντα! Του απαντάει ο Δίας.
- Καλά! Λέει ο άνθρωπος.
Αμέσως, με το λογικό του, σκέφτηκε πως σαράντα χρόνια είναι πολύ λίγα, όταν ένα κοράκι, λόγου χάρη, ζει τουλάχιστον εκατό. Δεν είπε όμως τίποτα, για να μην του τα πάρει κι αυτά ο Δίας. Όταν βγήκε στη ζωή ο άνθρωπος ήταν άνοιξη, όλα ήτανε όμορφα γύρω του, αλλά, τις νύχτες έκανε δροσιά και καθώς δεν είχε χοντρό δέρμα, όπως τα άλλα ζώα, για να προφυλάσσεται, σκέφτηκε να φτιάξει. Μάζεψε φύλλα τα 'ραψε και τα φόρεσε. Αλλά τα φύλλα μαραίνονταν και τρίβονταν. Τότε χρησιμοποίησε προβιές αγριμιών.
Έπειτα είδε πως τα πουλιά χτίζανε φωλιά, και σκέφτηκε κι αυτός να φτιάξει μια φωλιά, αλλά να είναι σκεπασμένη από πάνω, κι όχι ξέσκεπη, όπως οι φωλιές των πουλιών. Με το λογικό, λοιπόν, που του είχε χαρίσει ο Δίας, έφτιαξε ένα σπίτι με σκέπη, με πόρτα για να μπαινοβγαίνει και με παράθυρα, που του χρησίμευαν για να βλέπει τι γίνεται έξω, χωρίς να αναγκάζεται να βγαίνει από το σπίτι του.
Πέρασε η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι με τις ζέστες του. Τα ζώα έτρεχαν να βρούνε κανένα δέντρο για να ξαπλώσουν κάτω από τον ίσκιο του. Ο άνθρωπος, όμως, είχε το σπίτι του, κι έτσι είχε όσο ίσκιο ήθελε.
Ήρθε κι ο χειμώνας κι άρχισαν οι βροχές, τα κρύα, τα χιόνια. Τα ζώα έτρεμαν από το κρύο και στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο για να ζεσταθούν. Ο άνθρωπος όμως κλεινότανε μέσα στο σπίτι του και δεν κρύωνε καθόλου.
Ένα βράδυ, που έκανε κρύο δυνατό, χτύπησαν την πόρτα του.
- Ποιος είναι; Ρώτησε από μέσα ο άνθρωπος.
- Είμαι εγώ, το άλογο, ακούστηκε απ' έξω μια φωνή. Πάρε με μαζί σου, άνθρωπε, γιατί κρυώνω κι εγώ θα σου δουλεύω για να σε ξεπληρώσω.
- Μου χαρίζεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου για να σε πάρω;
- Σου χαρίζω! Υποσχέθηκε το άλογο. Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το άλογο ζεστάθηκε κι άρχισε να του δουλεύει.
Το άλλο βράδυ, παρουσιάστηκε το βόδι.
- Πάρε με άνθρωπε, να ζεσταθώ, κι εγώ θα σου δουλεύω! Τον παρακάλεσε.
- Σε παίρνω, αν μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου, είπε ο άνθρωπος.
- Μ' όλη μου την καρδιά, απάντησε το βόδι. Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το 'στρωσε στη δουλειά.
Το τρίτο βράδυ, ήρθε κι ο σκύλος, τουρτουρίζοντας.
- Πάρε με, άνθρωπε, στο σπίτι σου κι εγώ θα σου δουλεύω, του είπε.
- Εσύ για δουλεία δεν κάνεις, αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Θα σε πάρω όμως για να φυλάς το σπίτι μου, όταν θα λείπω, φτάνει να μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου.
- Σου τα χαρίζω! Φώναξε ο σκύλος πρόθυμα. Κι ο άνθρωπος τον πήρε στο σπίτι του και τον έβαλε να το φυλάει κι εκείνος το φύλαγε πιστά.
Κι έτσι ο άνθρωπος κέρδισε τριάντα χρόνια. Μόνο που, όταν τελείωσε τα σαράντα δικά του κι άρχισε να ζει τα δέκα του αλόγου, άρχισε να καμαρώνει σαν εκείνο. Στο δέκα του βοδιού, έγινε βαρύς και στενοκέφαλος κι ήθελε να γίνεται πάντα το δικό του. Και, στα τελευταία δέκα χρόνια, που είχε πάρει από το σκύλο, έγινε γκρινιάρης και θύμωνε με το παραμικρό.
Γι' αυτό, από τότε, οι άνθρωποι έχουν τέτοιο χαρακτήρα: είναι γιατί ζούνε τα χρόνια, του αλόγου, του βοδιού και του σκύλου.

Παροιμίες για τα βόδια
Βόδι να μην αλώνιζε, κόρη να μην εγέννα και
νιος να μην εθέριζε, ποτέ του δε θα 'γέρνα.
Εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι.
Ψόφησε το βόδι μας, πάει η κολιγιά μας.
Όποιος έφαγε το βόδι εκρύφτη κι όποιος έφαγε τ' αβγό εμαρτυρήθη.
Βόϊδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.
Βρήκε τη γελάδα κι αρμέγει.
Μπορούν να τραβήξουν και να κουβαλήσουν κάτι που έχει 1,5 φορές το βάρος τους. Ζυγίζουν 590 κιλά και μπορούν να τραβήξουν έως 900 κιλά.
Μια παλιά δοξασία της Κρήτης για... τα βόδια που μιλούσαν τη νύχτα των Χριστουγέννων

